Pin It

Είναι η χιλιοειπωμένη απλοϊκή ερμηνεία της τουρκικής επιθετικότητας σε βάρος της Ελλάδας. Η Τουρκία βρίσκεται στα χέρια ενός φιλόδοξου ηγεμόνα που επιδιώκει με κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει την εξουσία του. Είναι όμως μόνο ένα ψυχαναλυτικό ζήτημα; Θα ήταν η Τουρκία διαφορετική χωρίς τον Ερντογάν; Ας ξεκινήσουμε με το πώς ήταν η Τουρκία πριν τον Ερντογάν.

Η άνοδος των ισλαμιστών στην Τουρκία

Οι κεμαλιστές προκάτοχοι του Ερντογάν στη διακυβέρνηση της Τουρκίας ήταν, συγκρινόμενοι με τον Ερντογάν, νοικοκυραίοι άνθρωποι. Έκαναν βέβαια καμιά αρπαχτή όπου τους έπαιρνε στο εξωτερικό (βλέπε βόρειο τμήμα της Κύπρου), αλλά γενικά τους απασχολούσαν τα του οίκου τους και οι καλές τους σχέσεις με την Δύση.
Το ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης που κέρδισε τις εκλογές το 2002 πέρασε τις πρώτες εξετάσεις με επιτυχία, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα και τις τρικλοποδιές με την στωικότητα και τη θυμοσοφία του Νασρεντίν Χότζα. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ταγίπ το 2003 έδωσε ελπιδοφόρα μηνύματα, καθώς ήταν ο πρώτος Τούρκος Πρωθυπουργός από το 1988 που επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα, και η κουμπαριά του με τον Κώστα Καραμανλή (ήταν ένας από τους μάρτυρες στον γάμο της κόρης του) το 2004 χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο ως «συνάντηση των πολιτισμών», σημειώνοντας ότι από τους τέσσερις μάρτυρες δυο ήταν χριστιανοί και δυο μουσουλμάνοι. Παράλληλα, στην ελληνική πλευρά, η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη είχε ορθώς εγκαταλείψει τα στείρα «γιοκ» και υποστήριζε έμμεσα την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που δικαίως θεωρούνταν ότι θα μπορούσε να χαλαρώσει την ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες και να βοηθήσει στην επίλυση των μεταξύ τους προβλημάτων.
Ωστόσο, η Τουρκία ήταν πολύ μακριά από το να εκπληρώσει τα προαπαιτούμενα που τέθηκαν για την είσοδό της στην ΕΕ. Ούτε καν επιθυμητή δεν ήταν. Το πληθυσμιακό της μέγεθος προκαλούσε φόβο, και η κουλτούρα της δεν ήταν συμβατή με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην πράξη, η ΕΕ δεν μπορούσε να πάψει να είναι χριστιανικό κλάμπ χωρίς να αντιμετωπίσει απειλές αυτοδιάλυσης. Η ανάδυση του ισλαμισμού στην Εγγύς και Μέση Ανατολή δεν ήταν καλός οιωνός. Το ζήτημα της ένταξης άρχισε να μπαίνει σιγά-σιγά στο ψυγείο.

Η άνοδος του ισλαμιστών σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική ως καταλύτης στην αλλαγή στρατηγικής Ερντογάν έναντι της Δύσης
Η ανάδειξη εθνικιστικών κυβερνήσεων λαϊκού χαρακτήρα στα κράτη που προέκυψαν στην Μέση Ανατολή από την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περιόρισε την δυτική αποικιοκρατία, αλλά δημιούργησε δομές αυταρχισμού, με αποτέλεσμα να ανδρωθεί το διακρατικό κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων, που αποτέλεσε ουσιαστικά την μήτρα των ισλαμικών κινημάτων. Το κίνημα αυτό δεν ήταν πάντα πλειοψηφικό ρεύμα, αλλά η αυξανόμενη απογοήτευση των λαών από την αυταρχική διακυβέρνηση και την διαφθορά, καθώς και οι ντροπιαστικές ήττες από τις αναμετρήσεις με το Ισραήλ οδηγούσαν σιγά-σιγά τα λαϊκά στρώματα στο να αναζητούν ένα νέο όραμα και ένα νέο πόλο συσπείρωσης, που πρακτικά δεν μπορούσε να είναι άλλος από το Ισλάμ, μια θρησκεία σχετικά απλή, γήινη που κηρύσσει την φιλανθρωπία αλλά είναι ανοιχτή και στον επιθετικό επεκτατισμό. Φυσικά όλες οι θρησκείες, συμπεριλαμβανομένης και της χριστιανικής, έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς σαν άλλοθι επιθετικών ή επεκτατικών πολιτικών. Ενώ όμως θεωρείται σήμερα παρωχημένη τακτική από τις περισσότερες χώρες, στην Ανατολική Μεσόγειο και Βόρεια Αφρική «ήρθε κι έδεσε». Αποδείχτηκε ισχυρότερο κίνητρο προσέλκυσης και δράσης από άλλες ιδεολογίες. Με άλλα λόγια αποτελεί την συγκολλητική ουσία και το πνευματικό – ιδεολογικό άλλοθι της ριζοσπαστικοποίησης, που έχει φτάσει και ως τα ακραία φαινόμενα της τρομοκρατίας.
Το ισλαμικό κίνημα αποδείχτηκε πολύ ισχυρό για να χειραγωγηθεί. Οι ΗΠΑ, που είχαν για δεκαετίες τον κυρίαρχο λόγο στην περιοχή, προσπάθησαν να εκτονώσουν την κατάσταση κλείνοντας το μάτι στην «Αραβική Άνοιξη», έναν λαϊκό ξεσηκωμό ενάντια στα αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα ορισμένων χωρών που ξεκίνησε στο τέλος του 2010. Προφανώς η Χίλαρυ Κλίντον, Υπουργός Εξωτερικών τότε, θεώρησε ότι θα μπορούσε να προσεταιριστεί τα λαϊκά κινήματα και να τα χειραγωγήσει προς όφελος της Αμερικής, ξεχνώντας όμως ότι στα μάτια των ισλαμιστών η χώρα της ήταν ο «μεγάλος σατανάς». Στο τσακ, και με πολλή προσπάθεια και αίμα αποφεύχθηκε η επικράτηση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), αλλά το χάος που δημιουργήθηκε σε μια σειρά από χώρες δεν έχει συμμαζευτεί ακόμα. Επιπρόσθετα, η εικόνα και το κουράγιο των ΗΠΑ πλήγηκαν ανεπανόρθωτα.
Στο σημείο αυτό έρχεται η ώρα του Ερντογάν, ο οποίος βλέπει στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική την ευκαιρία να αποκτήσει η χώρα του τον διεθνή σεβασμό. Εγκαταλείπει λοιπόν τις μάταιες προσπάθειες να γίνει αρεστός στην Δύση μέσα από θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αναλογίζεται την δόξα των προγόνων του και επιδιώκει να αναδειχθεί σε υπερδύναμη και ηγέτιδα των μουσουλμανικών χωρών της περιοχής. Αυτό είναι κάθε άλλο παρά ανέφικτο, καθώς η Τουρκία μπορεί να υπήρξε μεν δυνάστης των Αράβων μέχρι την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά υπήρξε και πνευματικός ηγέτης των απανταχού σουνιτών μουσουλμάνων και υπερασπιστής των ιερών πόλεων της Μέκκας και της Μεδίνας μέσω του οθωμανικού χαλιφάτου που καταργήθηκε οριστικά από τον Κεμάλ το 1924 (και παραλίγο να αναβιώσει σαν θεσμός από τον ISIS την τελευταία δεκαετία). Με αυτό ως όχημα, η Τουρκία ξεκινά λοιπόν τις παρεμβάσεις στα εσωτερικά άλλων χωρών, εκμεταλλευόμενη το θρησκευτικό συναίσθημα των λαών της περιοχής, αλλά και το κενό ισχύος που αφήνει η απόσυρση των κουρασμένων ΗΠΑ από την αυτήν.

Ο στρατηγικός στόχος της ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας
Σε αντίθεση με την Ελλάδα που επενδύει σε καφετέριες, η Τουρκία είναι η πρώτη σε παραγωγή παγκοσμίως ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων και 14η στο κόσμο στην παραγωγή αυτοκινήτων και η αμυντική βιομηχανία της πραγματοποίησε εξαγωγές το 2018 ύψους 1,7 δις. δολαρίων, με πρώτη χώρα προορισμού τις ΗΠΑ (343 εκ) και δεύτερη τη Γερμανία (117 εκ). Αυτή την εποχή η τουρκική αμυντική βιομηχανία τρέχει 600 projects πολεμικού υλικού. Οι Τούρκοι ιθύνοντες ελπίζουν πως το 2023 η χώρα θα είναι πλήρως ανεξάρτητη από εισαγωγές οπλικών συστημάτων, και Επισημαίνουν την ανεξαρτησία της χώρας προμηθευόμενοι, παρότι μέλη του ΝΑΤΟ, ρωσικά αμυντικά συστήματα (πυραύλους S400). Ακόμα, ναυπηγούν αεροπλανοφόρο, ενώ ο Ερντογάν θεωρεί πολύ λογικό και πρέπον να μπουν στο κλαμπ των πυρηνικών χωρών.
Η παρουσία Τούρκων στρατιωτών σε ολόκληρο τον άξονα Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής την καθιστά αναπόφευκτα κεντρικό παίκτη στην πολεμική σκακιέρα. Έχει ήδη αναπτύξει περίπου 50.000 στρατιώτες έξω από την Τουρκία σε εννέα περιοχές (τέσσερεις κάτω από την αιγίδα του ΟΗΕ και πέντε με δική της πρωτοβουλία). Πρόκειται για την δεύτερη στρατιωτικά πιο παρεμβατική χώρα στον κόσμο (μετά τις ΗΠΑ). Η επαμφοτερίζουσα στάση της στον πόλεμο κατά του ISIS (κατηγορήθηκε ότι τον εφοδίαζε με πετρέλαιο), αλλά και η χρήση τζιχαντιστών Σύριων αιχμαλώτων ως μισθοφόρων στη Λιβύη μοιάζει να περνά απαρατήρητη ακριβώς λόγω της έκτασης της στρατιωτικής της παρουσίας εκτός συνόρων της.
Όποιος λοιπόν νομίζει ότι η επιθετικότητα που δείχνει απέναντι στην Ελλάδα γίνεται από τον Ερντογάν για εσωτερική κατανάλωση ώστε η διολίσθηση της τουρκικής λίρας να μην παρασύρει και τον ίδιο, είναι τουλάχιστον μακριά νυχτωμένος. Η τουρκική επιθετικότητα είναι προϊόν της αλλαγής στρατηγικής της Τουρκίας έναντι της Δύσης. Οι προκλήσεις έναντι της Ελλάδας συντηρούν την εικόνα της περιφερειακής υπερδύναμης που έχει πλέον εδραιωθεί για τη γείτονα και παράλληλα δομούν την εικόνα της προστάτιδας δύναμης του ισλαμισμού από τους κακούς (δυτικούς) δαίμονες. Την άποψη των «κινήσεων εντυπωσιασμού για εσωτερική κατανάλωση» δεν την συμμερίζεται προφανώς και η Γαλλία, η οποία παίρνει πολύ στα σοβαρά τις τουρκικές διακηρυγμένες θέσεις και η οποία πιο ενεργά από οποιοδήποτε άλλο κράτος της ΕΕ προσπαθεί να ανακόψει τα σχέδια της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και Αφρική. Κι αυτό όχι βέβαια γιατί θεωρεί άξια δικής της στρατιωτικής εμπλοκής τις διαφορές της χώρας μας με την Τουρκία για τις βραχονησίδες και την ΑΟΖ, αλλά γιατί αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι η εμπροσθοφυλακή της Ευρώπης απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Η απόδοση της συμπεριφοράς της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας είτε στην προσωπικότητα του Ερντογάν είτε στην διάθεση εσωτερικού εντυπωσιασμού είναι ένα απλοϊκό τέχνασμα αποφυγής της παραδοχής ότι η γειτονική χώρα έχει χαραγμένη στρατηγική εξωτερικής πολιτικής και άμυνας σε αντίθεση με τη χώρα μας που εδώ και δεκαετίες αδυνατεί να σχεδιάσει τη δική της.

 


google news iconΤο Social-Lib είναι εγκεκριμένος εκδότης στην υπηρεσία Google News. Ακολουθήστε μας για να έχετε άμεση ενημέρωση και πρόσβαση στην αρθρογραφία: Social-Lib.gr - Google News .

Έγραψαν Πρόσφατα

Κοινωνικός Φιλελευθερισμός

Το Social.lib είναι ένας δικτυακός τόπος συζήτησης και ανάδειξης των καθημερινών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών ζητημάτων υπό το πρίσμα του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού.